- αδιπλάρωτος
- -η, -οαυτός που δεν έχει διπλαρώσει, δεν έχει πλευρίσει (κυριολ. και μτφ.): Το βαπόρι είναι ακόμη αδιπλάρωτο. – Δεν άφησε πολιτικό αδιπλάρωτο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.