αδιπλάρωτος

αδιπλάρωτος
-η, -ο
αυτός που δεν έχει διπλαρώσει, δεν έχει πλευρίσει (κυριολ. και μτφ.): Το βαπόρι είναι ακόμη αδιπλάρωτο. – Δεν άφησε πολιτικό αδιπλάρωτο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αδιπλάρωτος — η, ο βλ. αδιπλάριστος …   Dictionary of Greek

  • αδιπλάριστος — και αδιπλάρωτος, η, ο [διπλαρώνω] 1. (για πλοία κ.λπ.) αυτός που δεν διπλάρωσε, δεν πλεύρισε, ο απλεύριστος 2. αυτός που δεν τόν έχουν πλευρίσει για να τού αποσπάσουν κάτι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”